- ἐπικτᾶσθαι
- ἐπικτάομαιgainpres inf mpἐπικτάομαιgainpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικτώμαι — ἐπικτῶμαι, άομαι (Α) 1. αποκτώ επιπλέον («τριήρεις κέκτησθε πολλάς καὶ πάτριον ἡμῑν ἐστιν ἐπικτᾱσθαι», Ξεν.) 2. φρ. «ἀρχὴν ἐπικτῶμαι» επεκτείνω την κυριαρχία μου … Dictionary of Greek